- μεθοκοπώ
- μεθοκόπησα, πίνω συχνά και μεγάλες ποσότητες αλκοολούχων ποτών: Κάθε βράδυ μεθοκοπά στα λαϊκά κέντρα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μεθοκοπώ — άω [μεθοκόπος] πίνω κρασί συχνά και σε μεγάλες ποσότητες, μπεκρουλιάζω («γυρίζει στις ταβέρνες όλη μέρα και μεθοκοπάει») … Dictionary of Greek
αγκυλοκοπώ — ἀγκυλοκοπῶ ( έω) (Μ) προκαλώ αναπηρία σε κάποιον κόβοντάς του τον τένοντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγκύλος + κατάληξη κοπῶ (πρβλ. γλεντοκοπώ, μεθοκοπώ κ.ά.), από παρασύνθ. σέ κοπώ (βωλο κοπώ, σφυρο κοπώ κ.ά.), σχηματισμένα από σύνθετα σε κόπος] … Dictionary of Greek
αφροκοπώ — ( άω) 1. βγάζω συνεχώς αφρούς («αφροκοπά η θάλασσα») 2. αφρίζω από οργή, βγάζω κραυγές μανίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αφρός + κοπώ* (πρβλ. γλεντοκοπώ, ιδροκοπώ, μεθοκοπώ)] … Dictionary of Greek
βροντοκοπώ — 1. παράγω ισχυρό και συνεχή κρότο 2. δέρνω επί πολλήν ώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βροντή + κοπώ* (πρβλ. γλεντοκοπώ, ιδροκοπώ, μεθοκοπώ κ.ά.). Η λ. μαρτυρείται από το 1816 στον Ιάκ. Ρίζο Νερουλό] … Dictionary of Greek
γαβαθίζω — πίνω κρασί με τη γαβάθα, μεθοκοπώ … Dictionary of Greek
γυαλοκοπώ — ( άω) είμαι στιλπνός, λάμπω. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυαλί + κοπώ < κόπος < κόπτω (πρβλ. βρομοκοπώ, γλεντοκοπώ, μεθοκοπώ)] … Dictionary of Greek
εμπίνω — ἐμπίνω (AM) 1. πίνω συνέχεια 2. μεθοκοπώ … Dictionary of Greek
μεθοκόπημα — και μεθοκόπι, το [μεθοκοπώ] συχνή και υπερβολική οινοποσία, μπεκρούλιασμα … Dictionary of Greek
μπεκρολογώ — άω μεθοκοπώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπεκρής + λογώ*] … Dictionary of Greek
μπεκρουλιάζω — κάνω υπερβολική χρήση οινοπνευματωδών ποτών, μπεκρολογώ, μεθοκοπώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπεκρής + υποκορ. κατάλ. ουλιάζω] … Dictionary of Greek